- Λεωνίδας
- οκύριο όνομα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Λεωνίδας — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Σπάρτης. 1. Λ. Α’ (; – 480 π.Χ.). Βασιλιάς της Σπάρτης (488 480 π.Χ.). Ανήκε στο γένος των Αγιαδών. Ήταν γιος του Aναξανδρίδη και ετεροθαλής αδελφός του Κλεομένη Α’, τον οποίο και διαδέχθηκε. Μάλιστα, παντρεύτηκε την… … Dictionary of Greek
Λεωνίδας — Λεωνίδᾱς , Λεωνίδης masc acc pl (doric) Λεωνίδᾱς , Λεωνίδης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καβάκος, Λεωνίδας — (Αθήνα 1967 –). Βιολιστής. Σπούδασε στο Ελληνικό Ωδείο, αποφοιτώντας με την ανώτατη διάκριση, καθώς και στο πανεπιστήμιο της Ιντιάνα (ΗΠΑ). Εμφανίστηκε ως σολίστ στο Φεστιβάλ Αθηνών το 1984. Σημαντική φυσιογνωμία παγκόσμιας εμβέλειας στον χώρο… … Dictionary of Greek
Κόκκας, Λεωνίδας — (Κορυτσά, Αλβανία 1973 –). Αθλητής της άρσης βαρών και Ολυμπιονίκης. Εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1991. Στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1996 στην Ατλάντα κατόρθωσε να πάρει το αργυρό μετάλλιο στην κατηγορία των 91 κιλών, παρά τον σοβαρό τραυματισμό… … Dictionary of Greek
Κύρκος, Λεωνίδας — (Ηράκλειο Κρήτης 1924 –). Πολιτικός. Ξεκίνησε τις σπουδές του στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν τις ολοκλήρωσε εξαιτίας των συνεχών διώξεων που υπέστη λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων. Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική… … Dictionary of Greek
Αλβάνας, Λεωνίδας — (Κέρκυρα 1823 – 1881). Μουσικός, αδελφός του Φρειδερίκου Αλβάνα και της Μαργαρίτας Αλβάνα Μηνιάτη. Είναι γνωστός και ως Αλμπάνας. Οι συνθέσεις του, κυρίως τραγούδια, διακρίνονται για το επτανησιακό τους χρώμα και είχαν πανελλήνια επιτυχία (Χίλιες … Dictionary of Greek
Αρνιώτης, Λεωνίδας — (β’ μισό 19ου αι. – αρχές 20ού αι.).Ο πρώτος Έλληνας που επιχείρησε να πετάξει με αεροπλάνο (1908). Ήταν θεατρικός επιχειρηματίας στην Αθήνα και το θέατρό του βρισκόταν στην οδό Ακαδημίας, ακριβώς στη θέση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής … Dictionary of Greek
Δεληγεώργης, Λεωνίδας — (Μεσολόγγι 1839 – Παρίσι 1928). Δημοσιογράφος και πολιτικός. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και αναγορεύτηκε διδάκτορας. Φοιτητής ακόμα, αναμείχθηκε στην αντιοθωνική πολιτική κίνηση και συνελήφθη μαζί με άλλους μετά τη δολοφονική απόπειρα κατά της… … Dictionary of Greek
Δρόσης, Λεωνίδας — (Αθήνα 1836 – Νάπολη, Ιταλία 1884). Γλύπτης. Υπήρξε o κυριότερος εκπρόσωπος της νεοκλασικής γλυπτικής στην Αθήνα. Ήταν γιος του Βαυαρού στρατιωτικού μουσικού φον Ντορς και Ελληνίδας από τη σπετσιώτικη οικογένεια Μέξη. Εξελλήνισε το πατρικό του… … Dictionary of Greek
Ζενάκος, Λεωνίδας — (Αθήνα 1932 –). Φιλόλογος, δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, σταδιοδρόμησε όμως ως δημοσιογράφος και διορθωτής. Παράλληλα, ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία γράφοντας ποιήματα, κριτική βιβλίου και … Dictionary of Greek